του Τσαρλς Κάπτσαν© Washington Post
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) πεθαίνει. Όχι με ένα δραματικό, αιφνίδιο θάνατο, αλλά σταδιακά, με τόσο ήρεμο τρόπο που μια των ημερών ίσως να κοιτάξουμε προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού και να συνειδητοποιήσουμε πως το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που το θεωρούσαμε δεδομένο, απλά έπαψε να υφίσταται.
Η παρακμή της Ευρώπης είναι εν μέρει μόνο οικονομική. Η οικονομική κρίση έπληξε με σφοδρότητα πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ τα υψηλά δημόσια ελλείμματα και η επισφαλής υγεία πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών ίσως να προμηνύει
.περισσότερα προβλήματα στο μέλλον.
Αλλά αυτή η εξέλιξη ίσως να αποδειχτεί αμελητέα, σε σχέση με άλλες σοβαρότερες παθογένειες: από το Λονδίνο ως το Βερολίνο και τη Βαρσοβία, η Ευρώπη βιώνει μια επανεθνικοποίηση της πολιτικής τους ζωής. Τα κράτη-μέλη γαντζώνονται στην εθνική τους κυριαρχία, που μέχρι πρόσφατα θυσίαζαν ευχαρίστως, στο βωμό των κοινών τους ιδεωδών.
Αλλά πολλούς Ευρωπαίους, αυτό δε φαίνεται πια ούτε καν να τους ενδιαφέρει. Αναρωτιούνται σε τι χρησιμεύει η ένωση, κι αν αξίζει όλη τη φασαρία. Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, μπορεί να δούμε να ακυρώνεται ένα από τα σημαντικότερα και πιο απροσδόκητα πολιτικά επιτεύγματα του 20ού αιώνα: η ενοποίηση της Ευρώπης, η ειρήνευσή της, η αναζήτηση της ενδυνάμωσής της ως συνεκτικής και ενιαίας οντότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα δούμε ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη να βυθίζονται στη γεωπολιτική ασημαντότητα και τις Ηνωμένες Πολιτείες να στερούνται από έναν σύμμαχο ικανό και πρόθυμο να τις βοηθά στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Αυτό το ξέφτισμα της υποστήριξης προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση πλήττει ακόμα και τη Γερμανία, που η εμμονή της με την κατάργηση των εθνικών διαμαχών που για αιώνες οδηγούσαν τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να πολεμούν μεταξύ τους την είχε καταστήσει σε πραγματικό κινητήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η πρόσφατη απροθυμία του Βερολίνου να διασώσει την Ελλάδα από την οικονομική της κατάρρευση -η καγκελάριος ‘Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) αντιδρούσε για μήνες στην οικονομική διάσωση της Ελλάδας- ράγισε το ευρωπαϊκό πνεύμα της οικονομικής αλληλεγγύης, ένα από τα εμβλήματα της ενωμένης Ευρώπης. Η Μέρκελ κάμφθηκε μόνο όταν κατέστη σαφές πως η ελληνική κρίση κινδύνευε να συμπαρασύρει στο χάος ολόκληρη την ευρωζώνη. Μόνο τότε αποφάσισε να εγκρίνει το δανεισμό της Ελλάδας και να αντιταχθεί στην κοινή γνώμη της χώρας της: οι ψηφοφόροι στις τοπικές εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας αντέδρασαν αστραπιαία καταψηφίζοντας το κόμμα της, τιμωρώντας τους χριστιανοδημοκράτες με τη χειρότερη εκλογική τους ήττα τη μεταπολεμική περίοδο. Πίσω από τη προφανή τσιγκουνιά της Γερμανίας κρύβεται κάτι πολύ ευρύτερο: σήμερα πλέον, η επιδίωξη της εξυπηρέτησης των εθνικών γερμανικών συμφερόντων μειώνει κατά πολύ τον ενθουσιασμό του Βερολίνου για τα τεκταινόμενα στην ΕΕ.
Ένα από τα τελευταία σημεία πως το ευρωπαϊκό εγχείρημα παραμένει ζωντανό, ήταν η πρόσφατη έγκριση της «συνθήκης της Λισαβόνας» από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, πράγμα που εξόπλισε την ένωση με έναν πρόεδρο, έναν «τσάρο» της εξωτερικής πολιτικής της κι ένα κοινό διπλωματικό σώμα. Αλλά όταν το Βερολίνο κλήθηκε να επιλέξει ποιοι θα καταλάβουν αυτά τα σημαντικά αξιώματα, επελέγησαν αντίστοιχα οι Χέρμαν Φαν Ράμπουι (Herman van Rompuy) και Κάθριν ‘Αστον (Catherine Ashton) πολιτικοί μικρού βεληνεκούς, που δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να επισκιάσουν τους ηγέτες των μεγάλων κρατών-μελών. Ακόμα και η γερμανική δικαιοσύνη έβαλε φρένο στην ΕΕ: πέρσι αποφάσισε να οχυρώσει το εθνικό γερμανικό κοινοβούλιο από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Απ’ άκρου σ’ άκρη της ΕΕ παρατηρείται μια εθνικοποίηση της πολιτικής ζωής.
Ένα από τα πιο εκκωφαντικά σημεία αυτού του φαινομένου ήταν το 2005, όταν οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί ψηφοφόροι απέρριψαν τη συνταγματική συνθήκη, που θα ενίσχυε το νομικό και πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ.
Η «συνθήκη της Λισαβόνας», ο «κουτσουρεμένος» διάδοχος της «συνταγματικής συνθήκης», απορρίφθηκε επίσης από τους Ιρλανδούς, το 2008. Το 2009 αυτοί άλλαξαν γνώμη, μόνο όμως αφού εξασφάλισαν πως η νέα συνθήκη δε θα έπληττε τον εθνικό έλεγχο του Δουβλίνου επί της φορολογίας ή την στρατιωτική τους ουδετερότητα.
Αλλά και στη Βρετανία, οι εκλογές του Μαΐου έφεραν στην εξουσία μια δικομματική συμμαχία, με πυλώνα το Συντηρητικό κόμμα, γνωστό για τον ευρωσκεπτικισμό του.
Αλλού, παρατηρείται άνοδος του δεξιού λαϊκισμού, ενός υποπροϊόντος -κατά πρώτο λόγο- της αντίθεσης στη μετανάστευση. Αλλά ο αιχμηρός εθνικισμός δε βάζει στο στόχαστρό του μόνο τις εθνικές μειονότητες, αλλά και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας λόγω ακριβώς της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση. Στην Ουγγαρία επί παραδείγματι, το «κόμμα για καλύτερη Ουγγαρία» (Jobbik), που είναι ανοικτά ξενοφοβικό, κέρδισε 47 έδρες στις εκλογές του 2010, έναντι… 0 το 2006. Ακόμα και στην ιστορικά ανεκτικότατη Ολλανδία, το ακροδεξιό «κόμμα ελευθερίας» (PVV) κέρδισε στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές πάνω από 15% της λαϊκής ψήφου, καταλαμβάνοντας στη βουλή ελάχιστες έδρες λιγότερες από το μεγαλύτερο κόμμα.
Λες και δεν αρκούσαν τα παραπάνω εμπόδια στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, τον Ιούλιο του 2010 η κυλιόμενη προεδρία της ΕΕ έτυχε να πέσει στο Βέλγιο, μια χώρα στην οποία ο διχασμός μεταξύ των ολλανδόφωνων Φλαμανδών και των γαλλόφωνων Βαλόνων είναι τόσο έντονος που πολλές εβδομάδες μετά τις εκλογές του Ιουνίου δεν έχει ακόμα σχηματισθεί λειτουργική κυβέρνηση! Είναι δηλωτικό πως η χώρα που ηγείται σήμερα της ΕΕ υποφέρει από τον ίδιο ακριβώς εθνοτικό ανταγωνισμό που υποτίθεται πως θα εξάλειφε η δημιουργία της ΕΕ!
Η επανεθνικοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής οφείλεται, πρώτα και κύρια, σε μια διαγενεακή αλλαγή. Για τους Ευρωπαίους που είχαν βιώσει το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και τον «ψυχρό πόλεμο», η ευρωπαϊκή ενοποίηση αντιπροσώπευε κυρίως μια οδό διαφυγής από το αιματηρό παρελθόν της ηπείρου. Αλλά αυτό δεν ισχύει και τόσο για τους νεότερους Ευρωπαίους: σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Γάλλοι άνω των 55 ετών που θεωρούν την ΕΕ «εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης» είναι διπλάσιοι σχεδόν από τους κάτω των 36 ετών που εκτιμούν το ίδιο. Δεν πρέπει άρα να μας προκαλεί εντύπωση πως οι νεότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες προσεγγίζουν την ΕΕ ψυχρά και υπολογιστικά, και όχι σαν κάποιο πολιτικό ιδεώδες.
Εντωμεταξύ οι απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, πιέζουν το ευρωπαϊκό «κοινωνικό κράτος». Καθώς οι κυβερνήσεις εξαναγκάζονται να αυξήσουν τα όρια συνταξιοδότησης και να περικόψουν τις συντάξεις, είναι βολικό να μεταχειρίζονται την ΕΕ σαν «αποδιοπομπαίο τράγο», στον οποίο οφείλονται όλες οι δυσάρεστες αποφάσεις. Στη Γαλλία π.χ. η Ευρώπη εμφανίζεται συχνά ως «δούρειος ίππος» των «αγγλοσαξόνων» στην επίθεσή τους κατά του «κοινωνικού κράτους» ή σαν διακινητής «Πολωνών υδραυλικών» που διαμέσου της ανοικτής αγοράς εργασίας της ΕΕ υποβλέπουν τις θέσεις εργασίας των Γάλλων.
Η εσπευσμένη διεύρυνση της ΕΕ προς την ανατολή και το νότο τής στέρησε επίσης λίγη επιπλέον ζωή. Καθώς απουσιάζει πια η κομψή αίσθηση που ανέδυε η μικρή ένωση πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου τα πρώτα κράτη-μέλη της τείνουν προς την εσωστρέφεια. Αλλά και τα νέα κράτη-μέλη της κεντρικής Ευρώπης -τα οποία μόλις που πρόλαβαν να γευτούν την αίσθηση της πλήρους εθνικής ανεξαρτησίας τους μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού- είναι πολύ απρόθυμα να τη στερηθούν εκ νέου. Όπως είχε δηλώσει ο αείμνηστος πρόεδρος της Πολωνίας Λεχ Καζίνσκι (Lech Kaczyński) το 2005, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, «τους Πολωνούς τους νοιάζει το μέλλον της Πολωνίας, όχι της ΕΕ».
Η ευρωπαϊκή κόπωση επιδεινώθηκε από τη συμμετοχή πολλών κρατών-μελών στους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Στη Γερμανία, σχεδόν τα 2/3 των πολιτών αντιτίθενται στην αποστολή γερμανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Αυτό δε χαροποιεί την ΕΕ, που φιλοδοξεί να εμφανιστεί στις παγκόσμιες υποθέσεις με ενιαία φωνή. Την ίδια ώρα που ένας από τους λόγους ύπαρξης της ΕΕ είναι να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική παρουσία της Ευρώπης στις παγκόσμιες υποθέσεις, κανείς δε φαίνεται να υποστηρίζει την υπόθεσή αυτή! Οι μακρινοί πόλεμοι, σε συνδυασμό με τις -απεχθείς, και λόγω της οικονομικής κρίσης- αμυντικές δαπάνες, κόβουν κάθε όρεξη για ανάληψη διεθνών πρωτοβουλιών εκ μέρους της ΕΕ.
«Προς το παρόν, το μόνο που κάνει η ΕΕ είναι να “κρατάει αναμμένες” τις “μηχανές”, ελπίζοντας πως αν “αγοράσει” λίγο χρόνο ίσως να εμφανιστούν νέοι ηγέτες, που θα δείξουν περισσότερο ενδιαφέρον για το ευρωπαϊκό εγχείρημα», μας δήλωσε ένας ευρωβουλευτής.
Η «αγορά χρόνου» ίσως να είναι πράγματι ό,τι περισσότερο μπορεί να κάνει προς το παρόν η ΕΕ. Αλλά η αποσύνθεσή της δε δείχνει να ανακόπτεται, πράγμα που αρχίζει να έχει επιπτώσεις και εκτός των συνόρων της. Η κυβέρνηση Ομπάμα (Obama) εξέφρασε ήδη δημοσίως τη δυσαρέσκειά της με το διαμορφούμενο νέο γεωστρατηγικό προφίλ της ΕΕ. Ο Αμερικανός υπουργός αμύνης Ρόμπερτ Γκέιτς (Robert Gates) παραπονέθηκε δημοσίως το περασμένο Φεβρουάριο, σε μια σύνοδο του ΝΑΤΟ: «η προϊούσα αποστρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, όπου η κοινή γνώμη και η πολιτική τάξη διάκεινται εκ προοιμίου αρνητικά σε κάθε άσκηση στρατιωτικής δράσης -και στο συνεπαγόμενο ρίσκο- που το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ήταν “ευλογία”, μετατρέπεται σήμερα, τον 21ο αιώνα, σε απειλή για την επίτευξη πραγματικής ασφάλειας και βιώσιμης ειρήνης». Αν αναλογιστούμε πως και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να απαλλαγούν από πελώρια ελλείμματα και πολύ θα ήθελαν να κάνουν ένα διάλειμμα στην ανάπτυξη των ενόπλων τους δυνάμεων, είναι λογικό η Ουάσινγκτον να κρίνει ολοένα και περισσότερο την νομιμοφροσύνη των συμμάχων της στη βάση του πόσα λεφτά βάζουν στο κοινό ταμείο. Όσον αφορά την Ευρώπη, αυτά είναι λίγα, και όσο πάει και λιγοστεύουν.
Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε την Ευρώπη να επιστρέφει στην εποχή των ευρωπαϊκών πολέμων· οι λαοί της έχουν χάσει πια την όρεξη για ένοπλες συγκρούσεις. Είναι πιθανότερο η ευρωπαϊκή πολιτική ζωή να γίνεται ολοένα και πιο εθνοκεντρική, έως ότου η ΕΕ καταντήσει μια κατ’ επίφαση «ένωση». Ίσως σε πολλούς αυτό να μην ακούγεται σαν κάτι τόσο τρομερό, αλλά σε έναν πλανήτη που χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε τη θέληση, την ισχύ και τον πλούτο της ενιαίας ΕΕ, η εμφάνιση μιας διασπασμένη και εσωστρεφής Ευρώπη θα αντιπροσώπευε μια ιστορικής τάξης οπισθοχώρηση.
As nationalism rises, will the European Union fall?
Εδώ και έξι δεκαετίες, οι Ζαν Μονέ (Jean Monnet), Ρομπέρ Σουμάν (Robert Schuman) και Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer) συνίδρυαν την Ευρώπη. Σήμερα η ΕΕ χρειάζεται μια νέα γενιά ηγετών που θα κατορθώσουν να εμφυσήσουν λίγη ζωντάνια σε ένα εγχείρημα που είναι επικίνδυνα κοντά στον οριστικό ενταφιασμό του. Προς το παρόν, αυτοί οι ηγέτες δε φαίνονται πουθενά.
realpolitics.gr.