Τοξικά βαρέα μέταλλα σε πόσιμο νερό, ποτάμια, λίμνες και υπόγεια ύδατα, σε συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ανώτατα επιτρεπτά όρια που έχει θέσει η Ε.Ε. ή σε τιμές δυνητικά επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία, ανιχνεύονται σε πολλές περιοχές της χώρας.Επιστήμονες εκφράζουν φόβους ότι νερό «δηλητήριο» σε Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, Πτολεμαΐδα, νησιά Β. Αιγαίου, Πηνειό και αλλού επηρεάζει την αγροτική παραγωγή και θεωρούν επιτακτική την ανάγκη δειγματοληψιών, κυρίως σε τρόφιμα-στόχους όπως οι βολβοί, προκειμένου να διερευνηθούν ενδεχόμενοι κίνδυνοι από την κατανάλωσή τους.
Ερευνα που διενήργησε διεπιστημονική επιτροπή από το Γεωπονικό και το Πανεπιστήμιο Αθηνών για λογαριασμό του ΕΦΕΤ και παραδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2009 στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, φέρνει στο φως αποκαλυπτικά ευρήματα:
*Στο νερό ύδρευσης της Καλαμάτας ανιχνεύθηκε νικέλιο σε οριακές τιμές (20,00 μg/l). Στον δήμο Ασωπού Λακωνίας εντοπίζεται συγκέντρωση μολύβδου (30,00 μg/l) τριπλάσια της οριακής τιμής. Δηλητήριο και στο νερό της Χίου, όπου οι αναλύσεις ανίχνευσαν οριακές (1,00 μg/l) πλην όμως υψηλές τιμές συγκέντρωσης σε υδράργυρο.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των νερών ύδρευσης δημοτικών διαμερισμάτων της Θήβας αποτελεί όχι μόνο η παρουσία εξασθενούς χρωμίου (από 3,00μg/l-12,80μg/l) αλλά και οι εξαιρετικά υψηλές τιμές υδραργύρου.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία προέκυψε ότι η παρουσία τοξικών βαρέων μετάλλων γίνεται αισθητή σε όλα σχεδόν τα εξεταζόμενα πόσιμα νερά. Αν και τα περισσότερα δείγματα παρουσιάζουν τιμές συγκέντρωσης που βρίσκονται χαμηλότερα από την παραμετρική τιμή η οποία ορίζεται μέσω της Οδηγίας 98/83 Ε.Ε., οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: «Μπορεί οι συγκεντρώσεις να είναι χαμηλές και να μην υπερβαίνουν τα όρια, όμως τα βαρέα μέταλλα όταν εισέλθουν στον οργανισμό δρουν σωρευτικά», τονίζουν.
Οι επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε περιοχές με έντονη βιομηχανική ρύπανση, τα παραγόμενα τρόφιμα είναι σαφώς πιο επιβαρημένα σε βαρέα μέταλλα. Εστιάζουν την προσοχή τους σε βολβούς (καρότα, πατάτες, κρεμμύδια) αλλά και φυλλώδη λαχανικά (λάχανο, μαρούλι, σπανάκι).
Πάντως η έρευνα των δυο πανεπιστημίων ολοκληρώθηκε μετ' εμποδίων. «Στείλαμε περισσότερα από τριάντα αιτήματα για αποστολή στοιχείων σε αρμόδιες υπηρεσίες, όμως καμία δεν ανταποκρίθηκε», καταγγέλει ο Γ. Ζαμπετάκης, επίκουρος καθηγητής Χημείας Τροφίμων.